- διασπάθιση
- η [διασπαθίζω]1. διασκόρπιση2. κατασπατάληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασπάθιση — η η σπατάλη, το απερίσκεπτο σκόρπισμα χρημάτων: Η διασπάθιση της περιουσίας του έγινε από την ίδια του τη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκόρπιση — η (Α διασκόρπισις, εως) 1. το να διασκορπίζει κανείς κάτι 2. σπατάλη, διασπάθιση … Dictionary of Greek
διασπάθηση — η βλ. διασπάθιση … Dictionary of Greek
διασπαθισμός — ο 1. η διασπάθιση 2. το πλήγμα με σπαθί, η σπαθιά … Dictionary of Greek
εξανέμισμα — και ξανέμισμα, το (Μ ἐξανέμισμα και ξανέμισμα) [εξανεμίζω] νεοελλ. (για χρήματα κ.λπ.) κατασπατάληση, διασπάθιση, καταξόδεμα μσν. πορδή … Dictionary of Greek
κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] … Dictionary of Greek
σπάθησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [σπαθῶ] μσν. διασπάθιση, σπατάλη αρχ. το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό … Dictionary of Greek
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek